- στραβόμετρο
- το, Νιατρ. (παλαιότ. όρος) ιατρικό όργανο για τη μέτρηση τού στραβισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο)-* + μέτρο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στραβ(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών λ. τής Νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. στραβός και δηλώνει είτε επισφαλή όραση είτε ότι το β’ συνθετικό είναι λοξό, στρεβλό ή ότι γίνεται με εσφαλμένο τρόπο. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) στραβακούω, στραβοβλέπω,… … Dictionary of Greek